- ιερότητα
- [-ης (-ητος)] η святость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερότητα — η το να είναι κάποιος ή κάτι ιερό: Δε σεβάστηκε την ιερότητα αυτού του χώρου. – Δεν αμφισβητείται η ιερότητα των προθέσεών του. – Ιερότητα του αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερότητα — και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) [ιερός] η ιδιότητα τού ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα νεοελλ. το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα τού όρκου» β. «η ιερότητα τής μητρικής στοργής») μσν. προσωνυμία ή προσφώνηση προς… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγίασμα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 745 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
αγιοπρέπεια — η [αγιοπρεπής] ευσέβεια, ιερότητα, αγιότητα … Dictionary of Greek
αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] … Dictionary of Greek
βεβηλώνω — (AM βεβηλῶ, όω) [βέβηλος] καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του αρχ. μσν. καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον») … Dictionary of Greek